Ο Καβάφης είναι μία αινιγματική σφίγγα, όπως τον ονομάζει ο Σαράντος Καργάκος στο ομώνυμο βιβλίο του, και αυτό προκύπτει εμφανώς από την όλη δραστηριότητά του στους κύκλους της Αλεξανδρινής διανόησης της εποχής γιατί εκεί ανέπνευσε την ελευθερία της πολυπολιτισμικότητας και του κοσμοπολιτισμού που δεν θα μπορούσε αλλού να λειτουργήσει για εκείνον. Σαν ένας Μέγας Αλέξανδρος του καιρού του καθιέρωσε την καβαφική γραφή ως ένα νέο είδος έκφρασης. Ο Καβάφης δημιούργησε φήμες για τη ζωή του και φήμες για την τέχνη του. Ο τρόπος της ομιλίας και η προφορά του, η στάση και η χειρονομία του, η απόκρυψη της ηλικίας και η φαινομενικά ιδιόρρυθμη και σαν αποτραβηγμένη από την κοινωνία ζωή του από τη μία, και από την άλλη ο παράξενος ιστορισμός του με τα παράξενα θέματα και πρόσωπα που αγκαλιάζει ο στίχος του.
Ένας παντοτινός, αιώνιος, διαχρονικός και στοχαστικός άνθρωπος κάθε εποχής
Ο Καβάφης λειτούργησε εν ολίγοις σαν ένας ζωγράφος που ξεσκέπαζε τον πίνακα του μόνο όταν ο ίδιος επιθυμούσε γιατί πάντα κρατούσε κλειστές τις κουρτίνες για να προφυλάξει το έργο του και να προφυλαχτεί ο ίδιος από φερέφωνα και εχθρούς που ήταν έτοιμοι να του επιτεθούν και να τον κατασπαράξουν. Σεμνός, αθόρυβος, εσωστρεφής και μοναχικός άνθρωπος ο Καβάφης εισβάλει με την ποίησή του στους πνευματικούς κύκλους της Αλεξάνδρειας και γίνεται αποδεκτός γιατί δεν βουτάει στην κοσμική ζωή ολόκληρος αλλά μέχρι εκεί που εκείνος επιλέγει να εκτεθεί. Κρατάει τα προσχήματα, τα οποία ξεδιπλώνει με ορμή και ένταση μέσα στα γραπτά του εκεί όπου χρησιμοποιώντας και το αρχαίο στοιχείο υμνεί Θεούς και ήρωες της Αρχαίας Ελλάδας για να εκδηλώσει την δική του εξάρτηση από το ανδρικό σώμα και την ομορφιά που μας περιγράφει.
«Ο Καβάφης είναι πιστεύω ποιητής του μέλλοντος αιώνος, ποιητής υπερ-μοντέρνος», είχε πει ο ίδιος ο Καβάφης όταν ρωτήθηκε για την άποψη που είχε ο ίδιος για το έργο του. Σε αυτό το βιβλίο διαβάζουμε σχετικά με το πρώτο ταξίδι του Αλεξανδρινού στην Ελλάδα όπου αναφέρεται στους περιπάτους, στις συναντήσεις και τις περιπλανήσεις του ενώ μαθαίνουμε και για διάφορα τοπόσημα, τα οποία δυστυχώς δεν υπάρχουν πια. Χαρακτηριστική είναι για παράδειγμα η αναφορά του νεαρού Καβάφη στο περίφημο και επιβλητικό, όπως αποκαλύπτει και η φωτογραφία που βλέπουμε, ξενοδοχείο του Φαλήρου, το οποίο δυστυχώς δεν υπάρχει πια. Το ημερολόγιο αυτό είναι γραμμένο στα αγγλικά, ωστόσο πολλοί οδοί αναφέρονται στα ελληνικά ή και στα γαλλικά, δείγμα του κοσμοπολίτη Καβάφη, ο οποίος μιλούσε πολύ καλά και τις δύο γλώσσες.
Στο χρονικό αυτό του ταξιδιού περιγράφει με λεπτομέρεια κάθε του βήμα, τόσο μέσα στο πλοίο που τον μεταφέρει από την ιστορική Δήλο στην Αθήνα και ύστερα το ταξίδι από τον Πειραιά πίσω στην Αλεξάνδρεια. Ο Καβάφης θα αναφερθεί εκτενώς στις εντυπώσεις που είχε από τους περιπάτους σε δρόμους όπως η οδός Αθηνάς, η οδός Αιόλου αλλά και άλλα μέρη όπως η εξωτική τότε Κηφισιά και το Φάληρο καθώς τα υπόλοιπα νότια προάστια θα αρχίσουν να αναπτύσσονται πολύ αργότερα. Είναι δε εξαιρετικά ενδιαφέρουσες οι συναντήσεις του με προσωπικότητες της εποχής εκείνης όπως αυτή με τον εξέχοντα συγγραφέα Γρηγόριο Ξενόπουλο στον οποίο μάλιστα οφείλει πολλά καθώς ο Επτανήσιος ήταν από τους λίγους που αναγνώρισε και επαίνεσε το έργο του ενώ οι δυο τους είχαν αναπτύξει μια συστηματική και ιδιαίτερα στενή επαφή και επικοινωνία μέσω αλληλογραφίας.
Ο Καβάφης μέσα από την μαρτυρία του στην Αθήνα των αρχών του προπροηγούμενου αιώνα μας χαρίζει τις εικόνες και τις εντυπώσεις από μια πόλη εντελώς διαφορετική από την σημερινή, όταν δηλαδή ο πληθυσμός της ήταν σαφώς πολύ μικρότερος και δεν υπήρχε αυτή η φασαρία και η βουή που υπάρχει σήμερα. Θυμίζει έτσι όπως ο ίδιος την περπατά μια πόλη πολύ πιο βιώσιμη, πιο ανθρώπινη, μια πόλη που έχει μεγάλους δρόμους, λίγα αλλά επιβλητικά ξενοδοχεία, εντυπωσιακές επαύλεις και κτήρια ενώ μένει πάντα συνδεδεμένη με το αρχαίο της παρελθόν. Ο Καβάφης στέκεται πολύ στη ζέστη της πόλης και μάλιστα καταγράφει στο ημερολόγιό του τις έντονες θερμοκρασίες που τον βασανίζουν. Δυστυχώς, δεν θα επανέλθει στην Ελλάδα παρά μόνο στο τέλος της ζωής του όταν και την επισκέφτηκε ξανά για να λάβει θεραπεία καθώς έπασχε από τον καρκίνο στον λάρυγγα και αυτό το τελευταίο ταξίδι ήταν και το αποχαιρετιστήριο για τον Αλεξανδρινό. Στην έκδοση αυτή θα βρούμε και δύο του κείμενα για τα μάρμαρα του Παρθενώνα, δύο κείμενα που παραμένουν επίκαιρα καθώς πάντα παλεύουμε για την επιστροφή των κλεμμένων γλυπτών από τον Έλγιν.
Ο οικουμενικός και διαχρονικός Καβάφης απέχει πολύ από το να ερμηνευτεί και να κατανοηθεί γιατί το ποιητικό βάθος και ο στοχασμός του ξεπερνούν το ανθρώπινο και αγγίζουν το υπερβατικό και το θείο. Μέσα όμως στον σκοτεινό αυτό θάλαμο του μυστήριου δωματίου που λέγεται Καβάφης, βιβλία όπως αυτό εδώ καταφέρνουν να μας μεταδώσουν το πνεύμα και την αύρα του πνευματικού αυτού ανθρώπου, να διατρανώσουν τον καβαφικό ειρμό και να προσφέρουν την εξοικείωση με την Καβαφική παράδοση που επηρέασε και συνεχίζει να επηρεάζει κινήματα, ανθρώπους και έργα. Συμπερασματικά, ο Καβάφης “κινείται ανάμεσα στην πλήρωση και την στέρηση, τη διάκριση και την απομόνωση, την προβολή και την αφάνεια”. Αυτός ο δισυπόστατος Καβάφης που ακροβατεί ανάμεσα στην ύπαρξη και την ανυπαρξία είναι ένα κεφάλαιο της ελληνικής κληρονομιάς που θα αντέχει στους αιώνες όπως και ο μύθος του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
“Εχθές πήγα στην πόλη με το τρένο των 4.30. Επισκέφτηκα τον Ξενόπουλο, στην οδό Πατησίων 11. Εκεί είναι το σπίτι του, αλλά και τα γραφεία της Διάπλασης των Παίδων, της οποίας είναι εκδότης”