Ηλίας Μαγκλίνης, 1921 Σαγγάριος Μέχρις εσχάτων, Εκδόσεις Ψυχογιός

Η ιστορία πάντα θα αποτελεί το όχημα εκείνο το οποίο προσφέρει γνώσεις για το παρόν και το μέλλον. Η σοφία των γεγονότων και τα λάθη που έλαβαν χώρα κατά το πρόσφατο ή απώτερο παρελθόν σίγουρα παρέχουν στον σύγχρονο άνθρωπο μαθήματα για τυχόν παθήματα και εναπόκειται σε εκείνον να αναμετρηθεί με τα σφάλματα των προηγούμενων γενεών ώστε με μεγαλύτερη σύνεση και ωριμότητα αφενός να μην τα επαναλάβει και αφετέρου να διδαχθεί από αυτά. Η ιστορία λοιπόν και η ανάλυση των γεγονότων είναι εκ των ων ουκ άνευ για να κατανοήσουμε καλύτερα και διεξοδικότερα όλες τις πηγές καταστροφών, πολέμων και ολέθριων καταστάσεων που οδήγησαν την ανθρωπότητα σε ανείπωτες τραγωδίες. Μία από αυτές τις τραγωδίες υπήρξε αδιαμφισβήτητα και η μάχη στο Σαγγάριο, μια μάχη που περιγράφεται τόσο γλαφυρά σε αυτό το εξαιρετικό βιβλίο.

Μια σκληρή μάχη ενάντια στον χρόνο και τις δυνάμεις που όλο και λιγόστευαν

Οι εκδόσεις Ψυχογιός, πιστές δεκαετίες τώρα στην έκδοση σπουδαίων ιστορικών βιβλίων με πλούσια και πολυποίκιλη θεματολογία μας συστήνουν και εγκαινιάζουν μια νέα σειρά με τον τίτλο Ιστορίες πολέμου υπό την διεύθυνση του Ηλία Μαγκλίνη και του Τάσσου Σακελλαρόπουλου, η οποία έχει ως σκοπό και στόχο να ρίξει φως σε στιγμές της ιστορίας που δεν έχουν φωτιστεί όσο χρειάζεται και άρα ο σημερινός ενδιαφερόμενος αναγνώστης θα αισθανθεί πως έρχεται πιο κοντά στα γεγονότα μέσα από μια διαφορετική ανάγνωση. Ο συγγραφέας Ηλίας Μαγκλίνης αναφέρει χαρακτηριστικά: “Ευτυχώς, έχουν παρέλθει οι εποχές που οι πολεμικές αφηγήσεις εκλαμβάνονταν αποκλειστικά και μόνον ως κάτι “ηρωικό”, “εθνοπατριωτικό”, βαρύγδουπο, στομφώδες – εντέλει ως κάτι που παρουσιάζει μονάχα μια πτυχή ή, ακόμα, διαστρεβλώνει μια ακραία πραγματικότητα. Πλέον γνωρίζουμε ότι μια μάχη, όπως και ένας άνθρωπος ή ένας στρατός που συμμετέχουν σε αυτή, έχουν πολύ περισσότερες από μία μόνον πλευρά”.

Η μικρασιατική εκστρατεία των Ελλήνων – με τις ευλογίες Γάλλων και Άγγλων που μετά την συνθήκη των Σεβρών συμφώνησαν στην παρουσία στην περιοχή των ελληνικών δυνάμεων – ξεκίνησε ως την εκπλήρωση της Μεγάλης ιδέας που δεν ήταν άλλη από την επιστροφή και ανακατάκτηση των εδαφών των παραλίων της Μικράς Ασίας που για ολόκληρους αιώνες τελούσαν υπό ελληνική κατοχή και είναι εκεί όπου αναπτύχθηκε ο ελληνικός πολιτισμός της Αλικαρνασσού, της Σμύρνης, της Περγάμου, της Μιλήτου και τόσων άλλων ένδοξων πόλεων. Η ιδέα όμως αυτή χτίστηκε πάνω σε σαθρά θεμέλια και δεν ευοδώθηκε από την ίδια την εξέλιξη των πολιτικών γεγονότων με την ήττα του Ελευθερίου Βενιζέλου στις εκλογές του 1920 όπου μάλιστα δεν εξελέγη ούτε καν βουλευτής. Η επικράτηση του βασιλιά Κωνσταντίνου ως το αντίπαλο δέος απέναντι στον Βενιζέλο σήμανε την απόσυρση Γάλλων και τον σκεπτικισμό των Άγγλων που ουσιαστικά δεν βοήθησαν καθόλου στην κρίσιμη στιγμή αφήνοντας μόνους τους Έλληνες.

Στα όσα περιγράφονται στο βιβλίο μένει κανείς ενεός με το πόσο ένας πόλεμος μπορεί να καταστρέψει ζωές και να σπείρει την φρίκη. Εκατέρωθεν εξαπολύθηκε μια δίχως έλεος σφαγή και έτσι αμφότερες οι δύο αντιμαχόμενες πλευρές υπέστησαν φρικτές απώλειες ενώ φυσικά δεν έλειψαν οι λεηλασίες, οι βιασμοί και το κάψιμο ολόκληρων χωριών, με τον άμαχο πληθυσμό να πληρώνει όπως συμβαίνει πάντα σε αυτές τις περιπτώσεις βαρύ τίμημα. Οι ίδιοι οι στρατιώτες υπέστησαν και αυτοί τα δεινά του πολέμου, μένοντας χωρίς νερό και φαγητό και με τις αρρώστιες να θερίζουν λόγω της πολύ κακής τήρησης των κανόνων υγιεινής. Οι στρατιώτες διένυαν αμέτρητα χιλιόμετρα και τεράστιες αποστάσεις κάτω από πολύ δυσμενείς συνθήκες αν λάβουμε υπόψιν το γεγονός πως οι μάχες με τις τουρκικές δυνάμεις δόθηκαν μέσα στο μήνα Αύγουστο με τις θερμοκρασίες να είναι πολύ υψηλές και τις αντοχές όλο και μειούμενες.

Το βιβλίο εμπεριέχει πλήθος μαρτυριών τόσο από τους πρωταγωνιστές όσο και από τους στρατιώτες και τους απλούς αξιωματικούς που έζησαν δραματικές στιγμές στα χαρακώματα με ρούχα διαλυμένα και με το ηθικό να κάμπτεται από την εξαντλητική κούραση και την έλλειψη ανεφοδιασμού που ήταν και το βασικό πρόβλημα. Είναι ενδεικτική της συγκυρίας αυτής η μαρτυρία του Αθανάσιου Κ. Κακούση, που υπηρέτησε ως επιλοχίας στο 2/39 Σύνταγμα Ευζώνων: “Δεν θυμάμαι πόσο έκανα στην Αρμυρά Έρημο – Αύγουστο. Βουνό να μην βλέπεις για 20-25 μέρες όλο άμμο. Νερό με τα βουβάλια βαρελίσιο και γαλέτα οι γκαμήλες. Όταν είδαμε βουνό χαρήκαμε. Δεν ξέραμε ότι εκεί είναι ο χαμός. Είδα σε μεγάλο μάκρος σπηλιές και μου είπαν ότι εκεί ξεχείμασε ο Μέγας Αλέξανδρος. Βρήκαμε ένα πτωχό χωριό και βρύση. Ένας μεταγωγικός της διμοιρίας μου Χωραφάς ήβρε ένα κολοκύθι και το φάγαμε. Πείνα. Ψείρα. Έβγαλα τη φανέλλα, την έβαλα επάνω στο κοντάκι από το όπλο μου και το χτυπούσα να σκοτώσω τις ψείρες, διότι δεν ήταν πέτρα, ούτε ξύλα”.

Κάποτε ο Γάλλος ποιητής Πωλ Βαλερύ είχε γράψει πως πόλεμος είναι όταν αλληλοσκοτώνονται άνθρωποι που δεν γνωρίζονται μεταξύ τους, επειδή κάποιοι άλλοι, που γνωρίζονται καλά μεταξύ τους, δεν κατάφεραν να συνεννοηθούν. Αυτό το απόφθεγμά του επιβεβαιώνεται περίτρανα ακόμα και σε αυτήν την περίπτωση της μάχης του Σαγγάριου όπου κάποιοι αποφάσισαν να αιματοκυλιστούν δύο έθνη δίχως κανέναν προφανή λόγο και ορμώμενοι από προσωπικές ουτοπικές φιλοδοξίες που οδήγησαν τελικά σε μια ανείπωτη τραγωδία με τόσα θύματα, απώλειες και μετατραυματικές εμπειρίες. Τελικά, η μικρασιατική καταστροφή και οι ολέθριες εικόνες πάνω από έναν αιώνα μετά στοιχειώνουν το ελληνικό στοιχείο και υπενθυμίζουν πως εκείνη η εκστρατεία υπήρξε ένα έγκλημα οργανωμένο από υψηλά ιστάμενους ανόητους και ανίκανους.

“Οι στρατιώται, γυμνοί ή ρακένδυτοι κατά το πλείστον, τα βλέμματα προς το πάτριον έδαφος έχοντες εστραμμένα, ηθικώς δε και σωματικώς καταπονημένοι, ευρίσκονται εις ψυχολογικήν κατάστασιν, επιβάλλουσαν απολύτως όπως επί κεφαλής αυτών τεθούν το ταχύτερον ικανοί και πεπειραμένοι άμεσοι ηγήτορες”