Να είσαι πόρνη παραμένει το πιο αρχαίο επάγγελμα του κόσμου, ένα επάγγελμα που ποτέ δεν έσβησε και ευτυχώς ή δυστυχώς – υπάρχουν αντικρουόμενες απόψεις επ’ αυτού από ηθικής απόψεως – ποτέ δεν θα σβήσει διότι πάντα αυτές οι ιέρειες του έρωτα θα υπηρετούν τις ακόρεστες και αχόρταγες πολλές φορές ανδρικές ορέξεις, όχι δίχως τίμημα. Είναι εκείνες που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή “εξυπηρέτησης” της ικανοποίησης των ορμονών του ανδρικού φύλου, το οποίο διψά για απόλαυση και ηδονή. Οι περισσότερες εξ’ αυτών ωθούνται από την ανάγκη να εργαστούν ναι μεν με όφελος ένα καθόλου αμελητέο χρηματικό έπαθλο καθώς παρασύρονται από το εύκολο χρήμα, ωστόσο το χρήμα που λαμβάνουν δεν είναι χωρίς προσωπικό και ψυχικό κόστος. Μάλιστα, το κόστος αυτό τις περισσότερες φορές είναι δυσβάσταχτο και σχεδόν μη μετρήσιμο διότι περνούν δια πυρός και σιδήρου, από τη μία χειραγωγούνται από τους προαγωγούς τους ενώ από την άλλη εξευτελίζονται από τους πελάτες τους και υποβάλλονται σε δοκιμασίες οι οποίες ουσιαστικά δεν αμείβονται όσα χρήματα και αν δεχτούν, όσα δώρα και αν λάβουν. Και τελικά τίθεται το ερώτημα, αξίζει όλο αυτό που περνούν, είναι ένας δρόμος χωρίς επιστροφή;
Πρόκειται λοιπόν για έναν φαύλο κύκλο υποτίμησης της αξιοπρέπειάς τους και οι ίδιες καθίστανται γαϊτανάκι. Δεν ήταν και δεν είναι κάθε εποχή ίδια για αυτές τις γυναίκες καθώς σήμερα – δηλαδή τα τελευταία σαράντα χρόνια περίπου – το χρήμα που προκύπτει από την σωματεμπορία είναι δυσθεώρητο και δεν έχει καμία σχέση με τις εποχές της μπελ επόκ ή των αρχών του προηγούμενου αιώνα όπου η πόρνη εργαζόταν πολλές φορές μόνη της και χωρίς προστασία μεσάζοντα αλλά τελικά με μεγαλύτερη ασφάλεια. Τότε, είναι αλήθεια πως οι συνθήκες υγιεινής ήταν χειρότερες και υπήρχαν περισσότερες μολυσματικές ασθένειες όπως η σύφιλη από την οποία είχαν προσβληθεί πολλές από αυτές τις κοπέλες και τελικά πέθαιναν δίχως να έχουν ελπίδες σωτηρίας. Θετικό ήταν πως τότε δεν υπόκεινταν σε άγραφους νόμους που όφειλαν να τηρήσουν και δεν κινδύνευε η ζωή τους με την ίδια ένταση και όπως συμβαίνει κατά κόρον σήμερα, με εξαίρεση ίσως κάποιον ψυχοπαθή που μπορεί να τις κυνηγούσε, για παράδειγμα ο Τζακ ο Αντεροβγάλτης που τόσες εξόντωσε υποκινούμενος από μια παράνοια.
Επιστρέφοντας στο σήμερα και ειδικά σε χώρες μη ανεπτυγμένες, όπως στην Λατινική Αμερική, στην Αφρική και σε ορισμένες χώρες της Ασίας, η πορνεία είναι ανεξέλεγκτη και οργανωμένη πίσω από καλά δομημένα κυκλώματα εκμετάλλευσης γυναικών που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα. Σε αυτές τις χώρες, οι κοπέλες αυτές ή τα κορίτσια αυτά, διότι πολλάκις πρόκειται για ανήλικα, εργάζονται με φόβο την ίδια τους τη ζωή αν τυχόν παρεκκλίνουν από τις διαταγές των ιθυνόντων οι οποίοι δεν αστειεύονται καθόλου, θα προβούν σε κάθε ενέργεια για να εξασφαλίσουν πως το “προϊόν” και εμπόρευμά τους θα αποφέρει κέρδη. Οι ιθύνοντες αυτοί είναι στην πλειονότητά τους αδίστακτοι, προσφέρουν μετά βίας ένα πιάτο φαγητό και μία στέγη και στην καλύτερη των περιπτώσεων ένα μικρό μέρος από τα έσοδα ενώ τις περισσότερες φορές αυτά είναι πολυτέλειες και οι γυναίκες αυτές ζουν υπό καθεστώς τρομοκρατίας και υπό άθλιες συνθήκες διαβίωσης χωρίς να λαμβάνουν το παραμικρό.
Ας πάμε όμως σε αυτό το σημείο πίσω στον χρόνο και ας θυμηθούμε τις κοπέλες που πόζαραν για τον Τουλούζ Λωτρέκ ή εκείνες τις οποίες περιγράφει με λεπτομέρεια στα διηγήματά του ο Γκυ ντε Μωπασάν. Ο Τουλούζ Λωτρέκ ύμνησε τις κοπέλες τις οποίες ο ίδιος συναναστρεφόταν στα καμπαρέ και στους οίκους ανοχής όπου σύχναζε και έβρισκε σε εκείνες το ιδανικό μοντέλο, τα θέματά του τα οποία απεικόνισε στα υπέροχα έργα του, σχέδιά, ακουαρέλες και άλλα και τα οποία σήμερα κοσμούν μερικά από τα μεγαλύτερα μουσεία του κόσμου. Παρουσίασε λοιπόν μέσα από τα έργα του εικόνες ανήθικες για την εποχή εκείνη, σκηνές μιας ζωής στα υπόγεια και σε παρακμιακές γειτονιές του Παρισιού όπου ο ίδιος σύχναζε όχι απαραίτητα για να ικανοποιήσει μόνο τις ερωτικές του ορέξεις αλλά για να συναναστραφεί αυτά τα κορίτσια στην αγκαλιά των οποίων βρήκε θαλπωρή και οι οποίες έγιναν οι δικές του ιέρειες και μούσες. Αυτά τα κορίτσια, οι ανώνυμες κοπέλες είναι η εξέλιξη των μυθολογικών και θρησκευτικών θεμάτων άλλων αιώνων και πιο συγκεκριμένα της Αναγέννησης τότε που οι ζωγράφοι απεικόνιζαν στα έργα τους πρόσωπα γνωστά ή άγνωστα προερχόμενα από την κοινωνία ως μαντόνες και Αφροδίτες. Είναι οι νέες ηρωίδες που μπορεί κανείς να τις συναντήσει στο δρόμο και αναπαριστώνται χωρίς φτιασιδώματα, έτσι όπως πραγματικά είναι, η γύμνια τους είναι αληθινή και αυθεντική.
Την ίδια λογική ακολούθησε και ο Γκυ ντε Μωπασάν στα πορνογραφικά γραπτά για τα οποία του ασκήθηκε σφόδρα κριτική μιας και θεωρούσαν οι κριτικοί πως έπεφτε χαμηλά το επίπεδο της λογοτεχνικής παραγωγής. Είναι τα ίδια κείμενα, όπως η Χοντρομπαλού, Η Οδύσσεια μιας πόρνης, Το λιμάνι και τόσα άλλα όπου ο σπουδαίος αυτός ραφτάκος των λέξεων κατάφερε να αναδείξει και να εξυμνήσει αυτές τις εργάτριες του έρωτα, αυτές τις κοπέλες που προσπαθούσαν να εξασφαλίσουν ένα μεροκάματο θέτοντας τη ζωή τους σε κίνδυνο λόγω των ασθενειών. Ο Μωπασάν άφησε πίσω του πλούσιο έργο διηγημάτων όπου περιγράφει τις συνθήκες των συνευρέσεων, τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν όλες αυτές οι κοπέλες σε μια πόλη όπως το Παρίσι όπου εργάζονταν περίπου τριάντα χιλιάδες πόρνες και άρα η προσφορά ήταν μεγάλη και ήταν σχεδόν αδύνατο να ξεχωρίσουν. Σαν τον ζωγράφο Μανέ και την Ολυμπία του που προκάλεσε σκάνδαλο στο Σαλόνι των Ανεξάρτητων το 1874, θέλησε να αναδείξει πάνω από όλα ένα κοινωνικό ζήτημα και το έκανε με σκανδαλώδη τρόπο για να προκαλέσει, ήταν σαν να τις παρατηρούσε από μια κλειδαρότρυπα και μετέφερε στον αναγνώστη κάθε πιθανή λεπτομέρεια της ύπαρξής τους.
Επιτελούσε κατά μία έννοια ένα πολύτιμο κοινωνικό έργο, κάτι που τότε δεν εκτιμιόταν ιδιαίτερα στην εποχή του ενώ σήμερα με την απόσταση του χρόνου να έχει μεσολαβήσει ο αναγνώστης βλέπει στο πρόσωπο του Μωπασάν έναν ανταποκριτή εκείνης της περιόδου που προσπάθησε να κατανοήσει την ευθραυστότητα και την ευαλωτότητα της γυναικείας ανθρώπινης φύσης αυτών των κοριτσιών και την ανάγκη τους σε δύσκολους και χαλεπούς καιρούς φτώχειας και ανέχειας να κερδίσουν λίγα χρήματα για την επιβίωσή τους. Μέσα σε εκείνην όμως τη ζοφερή πραγματικότητα και την έλλειψη βασικών αγαθών όπως οι υγειονομικοί κανόνες, όπως και ο ίδιος περιγράφει στα διηγήματά του, οι κοπέλες αυτές δρούσαν αυτοβούλως χωρίς τους σημερινούς μεσάζοντες να τους καταπιέζουν και από τους οποίους τελικά να κινδυνεύει η ζωή τους. Αν δεχτούμε πως το φαινόμενο της πορνείας δύσκολα εξαλείφεται γιατί ο κόσμος είναι αυτός που είναι, τότε σίγουρα εκείνη η εποχή υπήρξε πολύ πιο αθώα και πολύ λιγότερο επισφαλής από την σημερινή και βέβαια από καλλιτεχνικής απόψεως ενέπνεε μορφές όπως ο Μωπασάν, ο Τουλούζ-Λωτρέκ, ο Ντεγκά ο Μπαλζάκ, ο Αλέξανδρος Δουμάς υιός και τόσοι άλλοι να εκφραστούν και να κάνουν την πορνεία ζωγραφική και συγγραφική δημιουργία. Κατά μια έννοια ουδέν κακόν αμιγές καλού!
“Ανοίγονταν από παντού καινούργια σοκάκια, φωτισμένα με ύποπτα φανάρια. Εκείνοι εξακολουθούσαν να πορεύονται μέσα σ’ αυτόν το λαβύρινθο των καταγωγίων, πάνω σ’ αυτά τα λιγδιασμένα λιθόστρωτα όπου έσταζαν βρομόνερα, ανάμεσα σ’ αυτούς τους κατάφορτους από γυναικεία σάρκα τοίχους” Από το διήγημα Το λιμάνι
Προτεινόμενα βιβλία του Γκυ ντε Μωπασάν:
– Η χοντρομπαλού, Εκδόσεις Κίχλη
– Οι πόρνες, Εκδόσεις Ροές
– Δύο νουβέλες, Εκδόσεις Ίκαρος
– Επίλεκτα διηγήματα, Εκδόσεις Ίκαρος
– Ένα χαρέμι στο Παρίσι, Εκδόσεις Βακχικόν
– Η τέχνη του χωρισμού και άλλα διηγήματα, Εκδόσεις Ροές
– Όρος Οριόλ, Εκδόσεις Printa
– Κραταιά ως θάνατος, Εκδόσεις Printa
– Πιερ και Ζαν, Εκδόσεις Ροές
– Λόγια του έρωτα και άλλα διηγήματα, Εκδόσεις Ροές
