«Η φωνή του Όργουελ είναι πρωτίστως μια καθημερινή αγγλική φωνή. Έρχεται ευθέως να μας συναντήσει ή μας έλκει προς το μέρος της. Κι άλλοι συγγραφείς διαθέτουν δική τους «φωνή», αλλά στην περίπτωση τους πρόκειται για ζήτημα ύφους ή στυλ, όχι ουσίας. Η φωνή του Όργουελ εκφράζει αυτά που βλέπει ένα ασυνήθιστα διεισδυτικό μάτι, ένα μάτι που παρατηρεί σημαντικές λεπτομέρειες όπως τη σφραγίδα για τις «κρατήσεις θανάτου» στα γραφεία των ορυχείων, κάνοντάς μας να αναλογιστούμε πόσο συχνοί ήταν οι θάνατοι στις στοές» γράφει στον επίλογο του βιβλίου ο, μεταξύ άλλων ιδιοτήτων, καθηγητής Ρίτσαρντ Χόγκαρντ σχετικά με το έργο του Τζορτζ Όργουελ και την ενασχόλησή του με το θέμα τόσο των ανθρακωρύχων στην μεσοπολεμική Αγγλία όσο και με το ζήτημα του σοσιαλισμού και την επέλαση του φασισμού στην Γηραιά ήπειρο · τα λόγια του είναι σκληρά και δυστυχώς προφητικά.
Ένας διαχρονικός υπηρέτης του λόγου και του δίκαιου ξεσπαθώνει για τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης των ανθρακωρύχων
Πιστός υπηρέτης της τέχνης του λόγου, ο Τζορτζ Όργουελ, ο συγγραφέας του 1984 και της Φάρμας των ζώων, δεν σταματά να μας εκπλήσσει με την γλαφυρότητα του λόγου του, είναι καίριος ο λόγος του και είναι πάντα επίκαιρος στα ζητήματα που θέτει. Διαφορετικός από τα πιο γνωστά και εμβληματικά του μυθιστορήματα, όπως για παράδειγμα το βιβλίο αναφορά στον Ισπανικό εμφύλιο, Πεθαίνοντας στην Καταλονία, ο Όργουελ γράφει ένα μυθιστόρημα σχεδόν αυτοαναφορικό καθώς ο πρωταγωνιστής του είναι ο ίδιος συγγραφέας. Με οδηγό έναν από τους μεγαλύτερους και πιο σημαντικούς παραμυθάδες, τον Κάρολο Ντίκενς, στον οποίο μάλιστα έχει αφιερώσει και ολόκληρη μελέτη, ο Όργουελ θέτει στο επίκεντρό του αυτή την φορά τη βρετανική τάξη πραγμάτων και τον άνθρωπο του μεσοπολέμου. Όπως ο Ντίκενς, έτσι και ο Όργουελ ασκεί μια ηθικολογική κριτική ενώ στο δεύτερο μέρος καταθέτει και την πρότασή του για την αλλαγή στην διάκριση των τάξεων.
Δεν είναι ο πρώτος που καταγράφει τις δύσκολες συνθήκες διαβίωσης των ανθρακωρύχων και τις άθλιες συνθήκες εργασίας στις επισφαλείς στοές όπου χιλιάδες εργαζόμενοι στοιβάζονται για να βγάλουν ένα κομμάτι ψωμί. Ήδη ο Εμίλ Ζολά είχε μιλήσει για το ζήτημα αυτό στο περίφημο βιβλίο του το Ζερμινάλ και είχε καταγράψει τα τεκταινόμενα με τους ανθρακωρύχους του Βελγίου, εκεί που χτυπάει η καρδιά της εργατικής τάξης, εκεί που το μεροκάματο είναι συνυφασμένο με την ίδια την επιβίωση, τη ζωή και την αγωνία για το αύριο. Είναι και εκεί για να γράψει για τις συνθήκες εργασίας αυτών των ανθρώπων που παλεύουν καθημερινά για ένα κομμάτι ψωμί να ζήσουν και να βγουν ζωντανοί από τα έγκατα της γης. Το προσδόκιμο ζωής τους πολύ μικρό και η υγεία τους εύθραυστη και κλονισμένη ενώ εσύ από τη μεριά του ο Ζολά είναι, όπως και εδώ ο Όργουελ, συγκλονισμένος από αυτά που αντιμετωπίζουν. Βρίσκεται στο σημείο για να καταγράψει τα προβλήματά τους, να γίνει ένα είδος ανταποκριτή και να γίνει η φωνή τους. Ο Ζολά – όπως και ο Όργουελ όταν πήγε στην Ισπανία για να καταγράψει από κοντά τον Ισπανικό εμφύλιο – όλη του η ζωή υπήρξε ένας διαρκής και ακούραστος αγώνας, ήταν ένας πνευματικός και δραστήριος άνθρωπος γεμάτος ανησυχίες και αγωνίες, δεν κάθισε πάνω στις δάφνες του αδιάφορος για την κοινωνία, γιατί ήταν ο ίδιος τελικά η ίδια η κοινωνία και αφουγκράστηκε τον παλμό και τα άγχη της δηλώνοντας πάντα παρών.
Το βιβλίο αποτελεί μια κοινωνική και ψυχολογική προσέγγιση του ανθρώπου που μαστίζεται από την αβεβαιότητα εκείνων των καιρών σε μια Αγγλία που θυμίζει πολύ εκείνο του Ντίκενς και των δικών του δύσκολων χρόνων, έτσι όπως ο ίδιος το κατέγραψε μέσα από τα δικά του γραπτά. Εξάλλου τόσο ο Όργουελ με τους Άθλιους του Παρισιού και του Λονδίνου, επίσης από τις εκδόσεις Αίολος, όσο και ο προκάτοχός του Ντίκενς με την Ιστορία δύο πόλεων διάγουν παράλληλους βίους και μας καταδεικνύουν το πόσο τα δύο ευρωπαϊκά κέντρα μοιάζουν στην κακή τους πλευρά. Το ίδιο είχε συμβεί και με τον Βίκτορ Ουγκό και τους δικούς του Αθλίους μέσα σε ένα άλλο βέβαια πλαίσιο αλλά ο Όργουελ κινείται σε αυτή την κλίμακα της άσκησης κριτικής έχοντας περάσει εν προκειμένω δύο μήνες κοντά σε αυτούς τους κατατρεγμένους ανθρώπους για να διαπιστώσει ιδίοις όμμασι το τι περνούν. Πάλι έρχεται στον νου μας και η περίπτωση του Βίνσεντ Βαν Γκογκ, ενός ανθρώπου αγίου της τέχνης, ο οποίος από το δικό του μετερίζι στο θλιβερό Μπορινάζ συμπαραστέκεται ψυχή τε και σώματι στους φτωχούς και ξεχασμένους από τη μοίρα ανθρακωρύχους.
Ο Όργουελ λοιπόν, ιμπρεσιονιστής και αυτός δηλαδή παρατηρητής των όσων συμβαίνουν γύρω του – να σημειώσουμε πως στον ισπανικό εμφύλιο είχε σταλεί ως δημοσιογράφος για να καλύψει τον πόλεμο άρα έχει μέσα του το μικρόβιο – διαπιστώνει, όπως ακριβώς και ο Ντίκενς, πως η κοινωνία νοσεί έως τις ρίζες και στο δεύτερο μέρος του βιβλίου ξετυλίγει το παράδειγμα μιας κοινωνίας που βαδίζει πάνω σε κινούμενο άμμο, με έναν πόλεμο, έναν δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο να πλησιάζει απειλητικά. Είχε προαισθανθεί την απειλή του φασισμού και πίστευε σε έναν πιο ορθολογικό και ανθρώπινο σοσιαλισμό ως το μόνο αντίβαρο απέναντι στην αυταρχική πολιτική λαίλαπα που ερχόταν, δυστυχώς οι φοβίες του επιβεβαιώθηκαν περίτρανα με το ξέσπασμα του πολέμου. Ο Όργουελ εστιάζει πολύ στη μεγαλοφυΐα και την εργατικότητα της εργατικής τάξης, μέρος της οποίας είναι οι βιοπαλαιστές ανθρακωρύχοι. Στο ευρύτερο πλαίσιο, είναι αυτή η εργατική τάξη, η οποία και οφείλει να αναλάβει τα ηνία της χώρας μέσα από έναν ρόλο πιο ενεργό στα πράγματα, σε αυτήν πιστεύει ο Όργουελ και σε αυτήν αναφέρεται εμμέσως πλην σαφώς. Με προφητική ματιά στο μέλλον και με επίγνωση των λόγων του ο Όργουελ ξεδιπλώνει τους στοχασμούς του ενώ αφηγείται και βέβαια ασκεί κριτική στα κακώς κείμενα των ρημαγμένων από τους καιρούς ανθρώπους για να μπορέσει να δείξει το δρόμο της αλλαγής. Αξίζει να επισημάνουμε πως το βιβλίο εμπεριέχει πλούσιο φωτογραφικό υλικό που αποτυπώνει έκδηλα την θλιβερή πραγματικότητα της ζωής των ανθρακωρύχων ενώ το επιστέγασμα της εξαιρετικής έκδοσης είναι η άρτια μετάφραση του Πάνου Τομαρά.
«Αν παρακολουθήσεις τους ανθρακωρύχους την ώρα που δουλεύουν, θα διαπιστώσεις αμέσως σε πόσο διαφορετικούς κόσμους ζουν οι άνθρωποι. Εκεί κάτω που σκάβουν το κάρβουνο, υπάρχει ένας αλλιώτικος κόσμος, που μπορεί να περάσεις όλη σου τη ζωή χωρίς ν’ ακούσεις τίποτα γι’ αυτόν. Πιθανότατα οι περισσότεροι άνθρωποι θα προτιμούσαν να μη μάθουν ποτέ τίποτα»
