Η σπουδαία Μαργκερίτ Γιουρσενάρ, η συγγραφέας, μεταξύ άλλων, του εμβληματικού μυθιστορήματος Αδριανού απομνημονεύματα, χαρίζει στο αναγνωστικό κοινό δύο μοναδικές ιστορίες που είναι γραμμένες στα τέλη των δεκαετιών του ’20 και του ’30, δύο ιστορίες που πραγματεύονται την ανθρώπινη φύση σε αυτές τις δύο κρίσιμες δεκαετίες. Μέσα στη δίνη των γεγονότων εκείνης της άστατης πολιτικά και κοινωνικά περιόδου, η Γιουρσενάρ μας αφηγείται αφενός τη ζωή του Αλέξη ενός πρωταγωνιστή που βρίσκεται συντροφιά με την ανακάλυψη του εαυτού του και του κόσμου γύρω του και αφετέρου τη ζωή τριών νέων λίγο μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου πολέμου ενώ μαίνεται ακόμα ο πόλεμος Λευκών και Μπολσεβίκων. Αυτό που είναι κοινό και στις δύο ιστορίες είναι η πάλη του ανθρώπου με την ίδια του την σκιά, τις αγωνίες, τους φόβους, το υπαρξιακό δράμα που ποτέ δεν παύει να υφίσταται όσα χρόνια και αν περάσουν.
Μια ζωή που κινείται μετέωρη στον χρόνο, άνθρωποι στο μεταίχμιο της ύπαρξής τους
Στον Αλέξη θα ξεδιπλωθεί όλο το φάσμα της ζωής χωρίς ζωή, η αποτυχία και μια είδους εξομολόγηση ή μάλλον μια απολογία για τα πεπραγμένα μιας ζωής. Η Μονίκ, που είναι η πρώην σύντροφος του Αλέξη, είναι εκείνη στην οποία απευθύνεται το γράμμα και στο οποίο ο Αλέξης της απευθύνεται με στόχο να εξηγήσει όσα έλαβαν χώρα μεταξύ τους μα πρωτίστως για να κατανοήσει τον ίδιο του τον εαυτό και τις πράξεις που οδήγησαν στον χωρισμό. Ο Αλέξης από την πρώτη στιγμή βρίσκεται ενώπιον των δικών του πράξεων σαν κάποιος που αναμετράται με το ίδιο του το παρελθόν και αναζητά διακαώς την αναδόμηση του εσώτερου εαυτού του. Η Γιουρσενάρ ακτινογραφεί την ψυχολογία του πρωταγωνιστή και ήρωά της και τον αναλύει με σκοπό να αναδείξει τα συν και τα πλην μιας ολόκληρης διαδρομής.
Ο Αλέξης είναι ένας άνθρωπος κοινός, δεν είναι ένα πρόσωπο εξωπραγματικό και έτσι μας τον παρουσιάζει γυμνό και σταυρωμένο από μια ζωή σχεδόν πικρή. Οι αναμνήσεις του γίνονται το εφαλτήριο για να μας παρουσιαστεί ως ένας άνθρωπος που αδυνατεί να ελέγξει τον εαυτό του, ένας άνθρωπος που πέφτει σε λάθη, ένας αδύναμος και ευάλωτος άνδρας που επιθυμεί να εκφραστεί για να εξηγήσει τις πράξεις του, αυτές που οδήγησαν στην ρήξη με τη Μονίκ. Απευθύνεται στη Μονίκ με μια διάθεση απολογητική αλλά συνάμα και με την επιθυμία να λάβει κάποια είδους συγχώρεση από τη γυναίκα με την οποία πέρασε μια ζωή. Είναι παρών ενώπιον της μέσω του γράμματος και της εξωτερικεύει όλα όσα ταλάνισαν τον ίδιο, καθώς τα πάθη δεν κρύβονται και τα λάθη δεν σβήνονται.
Μοιάζει να είχε επέλθει το τέλος της σχέσης τους αφού εκείνος ήταν επιρρεπής ήδη από παλιά σε νέους πειρασμούς, σε νέες γνωριμίες και σε μια ποικιλία γνωριμίας νέων προσώπων όπως την ονομάζει, ένα είδος μικροβίου που δεν τον βοηθούσε να συγκεντρωθεί στη μεταξύ τους σχέση. Διαβάζουμε χαρακτηριστικά: “Δεν παθιάζεσαι με κάποιον που σέβεσαι, ούτε καν με κάποιον που αγαπάς ίσως ͘ προπαντός, δεν παθιάζεσαι με κάποιον που δεν είναι και τόσο διαφορετικός από σένα, και εγώ κάθε άλλο παρά ζούσα πολύ διαφορετικά απ’ ότι οι γυναίκες. Εσείς, καλή μου φίλη, έχετε το προνόμιο όχι μόνο να μπορείτε να τα αντιληφθείτε όλα, αλλά και να τα αντιλαμβάνεστε πριν καν ειπωθούν ρητά. Με καταλαβαίνετε, Μονίκ;”. Αυτή είναι η αμαρτία του Αλέξη, το τρωτό του σημείο και δεν έχει παρά να αποκαλύψει τα πάντα.
Σε διαφορετικό φάσμα και πλαίσιο η Γιουρσενάρ, στην Χαριστική βολή, θα μας κάνει κοινωνούς του δράματος της μεταπολεμικής σύγκρουσης μεταξύ Λευκών και Μπολσεβίκων, μια μάχη που συνεχίζεται στα χαρακώματα, ένας πόλεμος που μαίνεται ανελέητος και κοστίζει ζωές. Οι τρεις νέοι που μας παρουσιάζει, δηλαδή ο Έρικ, ο Κόνραντ και η Σοφία, βρίσκονται πολύ κοντά και μοιράζονται στιγμές φιλίας μέχρι που δεν αργεί το ερωτικό στοιχείο να εμφανιστεί και να προκαλέσει αναστάτωση στις τάξεις των σχέσεών τους. Ο κόσμος των τριών φίλων είναι επισφαλής, οι συνθήκες γύρω τους επικίνδυνες για την ίδια τους τη ζωή και όμως εκείνοι οδηγούνται σε όσα υπαγορεύει η ανθρώπινη φύση, την ερωτική προσέγγιση, μια διάσταση ανεξέλεγκτη από την παγίδα της οποίας κανείς δεν ξεφεύγει και της οποίας όλοι είμαστε θύματα. Η Γιουρσενάρ θέτει και πάλι τις ανθρώπινες σχέσεις σε πρώτη προβολή καθώς όσο και αν οι εποχές αλλάζουν και τα χρόνια περνάνε αυτό δεν θα αλλάξει.
Οι τρεις νέοι στέκονται σχεδόν αδύναμοι μπροστά στο πολεμικό τείχος που κινεί τα νήματα της ζωής τους, ο χώρος δράσης τους μικραίνει και η προσοχή στις κινήσεις τους είναι επιβεβλημένη. Σε κάθε περίπτωση, το ειδύλλιο που θα αρχίσει να χτίζεται μεταξύ του Έρικ και της Σοφίας είναι σχεδόν κάτι προδιαγεγραμμένο, είναι μια φυσιολογική ροή καθώς οι δυο τους περνάνε χρόνο και τα συναισθήματα δεν μπορούν να επιβραδυνθούν. Η οικειότητα μεγαλώνει και η επαφή τους σε καθημερινή βάση τους οδηγεί να έρθουν πιο κοντά σε σημείο να μοιράζονται σχεδόν τα πάντα. Ο ίδιος ο Έρικ εκμυστηρεύεται: “Η εμπιστοσύνη της σ’ εμένα παρέμενε ακλόνητη, ωθώντας την, ακόμα και στο πεδίο των πολιτικών απόψεων και επιλογών, να μου εκμυστηρεύεται πράγματα που δε θα τα έλεγε ποτέ σε κανέναν άλλο και που θα μπορούσαν να την εκθέσουν σε κίνδυνο”. Το τέλος της σχέσης τους κανείς δεν μπορούσε να το φανταστεί και μένουν πλέον μόνο οι αναμνήσεις και μια πικρή γεύση για μια ζωή που υπό διαφορετικές συνθήκες θα μπορούσε να είχε κυλήσει διαφορετικά.
“…η καρδιά σας είναι πιο αγνή και από το φως της ημέρας…”
“…και τα χρήματα, καλή μου φίλη, μπορεί να μη χαρίζουν την ευτυχία, αλλά συχνά την επιτρέπουν”