«Ο πόλεμος και η πείνα την ξεκλήρισαν τη μικρή μας πόλη. Και σήμερα βόσκουν γελάδια εκεί που πριν έπαιζαν παιδιά.
Είναι παράξενο να χάνεις την πόλη όπου γεννήθηκες. Νιώθεις σαν να ‘σαι εκατό φορές εκατό χρονών, σαν να ξαναγυρίζεις από τον τάφο. Όταν με ρωτούν που γεννήθηκα δεν ξέρω τί ν’ απαντήσω. Κι επειδή ο τόπος μου δεν υπάρχει πια, δεν έχω πατρίδα πουθενά, πουθενά δεν είμαι σπίτι μου.
Στην ίδια κατάσταση είναι κι ο φίλος μου Ναφτάλι Κρόυ, αλλά αυτός δεν δίνει σημασία. Ο Ναφτάλι Κρόυ είναι όπου γη και πατρίδα και σίγουρα σήμερα νιώθει εκεί που είναι σαν στο σπίτι του, σαν να ‘ταν γέννημα θρέμμα του Μπουένος Άιρες.» Η ΓΑΛΙΚΙΑ ΠΟΥ ΠΕΡΙΓΡΑΦΕΙ ο Γιόζεφ Ροτ σ’ ετούτο το μακροσκελές μυθιστορηματικό σπάραγμα είναι η μυθική Γαλικία, στα ιστορικά σύνορα της παλαιάς ανατολικής επαρχίας της Αυστρο-Ουγγαρίας, που δεν έχει πάψει να τον στοιχειώνει από το Hotel Savoy (1924) και μετά. ΟΙ κάτοικοί της παρελαύνουν εμπρός μας, σοφοί και τρελοί, ντόπιοι, πρόσφυγες και περαστικοί, όλη η λαθραία πανίδα των συνόρων, φτωχοί και μικροκτηματίες ευγενείς της επαρχίας, ταλαντευόμενοι ανάμεσα στο απλό και γεμάτο δεισιδαιμονίες σύμπαν της παράδοσης από τη μια και στο άνοιγμα προς τον δυτικό μοντερνισμό από την άλλη. Βασικός πρωταγωνιστής του, ωστόσο, παραμένει αναμφισβήτητα η ίδια η Φύση: τα μελαγχολικά τοπία, που τους επιτίθενται οι απότομες αλλαγές των εποχών· οι μυρωδιές του καπνού· το συναισθητικό παιχνίδι των εικόνων και των χρωμάτων (από το χρυσό στο ασημί, περνώντας από το μπλε, το μαύρο, το γκρίζο και το άσπρο)· τα αινιγματικά πουλιά – αυτή η ατμοσφαιρική ποίηση στο σύνολό της, η πεμπτουσία της γραφής του Ροτ. Για τον Ντέηβιντ Μπρόνσεν η Γαλικία που βλέπουμε στις “Φράουλες” είναι ένα «Πουθενά», ένας ου-τόπος στο περιθώριο των συσπάσεων της Ιστορίας. Και το ειδυλλιακό του πρόσωπο, αν μπορούμε να το πούμε έτσι, προβάλλει ανάγλυφο στις ετήσιες εξορμήσεις στα γύρω δάση, σ’αυτό το ψάξιμο για θαυμάσιες, μαγικές, άγριες φράουλες. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)