Η Γέρμα ενστερνίζεται τον κανόνα που της υπαγορεύει ότι θα καταξιωθεί ως γυναίκα, ως σύζυγος και ως μέλος της κοινωνίας, στην οποία της έλαχε να ζει, μόνο εάν αποκτήσει παιδί. Δεν διαθέτει άλλες επιλογές. Δεν προβλέπονται από τον κανόνα. Εάν δεν καταφέρει να αποκτήσει παιδί, παύει να υπάρχει ως προσωπικότητα. Άλλες λύσεις δεν γίνονται αποδεκτές, ίσως επειδή δεν είναι κατανοητές, ίσως επειδή επιφέρουν ανεπιθύμητες αναστατώσεις. Με εμφανή τα σημάδια της δικαιολογημένα υποφώσκουσας αμφιβολίας της, η Γέρμα ακολουθεί την εκούσια αυταπάτη και αποφασίζει να τεθεί υπό καθεστώς ενοχής και να αγωνιστεί προς επίτευξη του ποθούμενου μέσα από τρόπους που δεν πρόκειται να εξουδετερώσουν την πραγματική αιτία του προβλήματός της, αλλά μάλλον να αντιμετωπίσουν συμβατικά και τυπολατρικά τα συμπτώματά του. Η Γέρμα ως δράμα είναι μια αυθεντική τραγωδία. Επομένως, η Γέρμα ως πρωταγωνίστρια του δράματος είναι μια γνήσια τραγική ηρωίδα. Μέσα στην ψυχή της, λοιπόν, συνυπάρχουν δύο υποστάσεις, εκείνη του θύματος και εκείνη του θύτη, περίπλοκα συνδεδεμένες και αδιάλειπτα αλληλοαναιρούμενες, όπως είθισται να συμβαίνει σε κάθε αληθινή μορφή τραγικότητας. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)