Δύο ζεύγη διδύμων, δύο έμποροι και δύο υπηρέτες, παγιδευμένοι στον μεταφυσικό ιστό της ομοιότητας, εμπλέκονται στη μια πλάνη μετά την άλλη. Οι μεν έμποροι, πιστοί στα συναλλακτικά ήθη μιας νέας, ανερχόμενης κοινωνικής τάξης, αντιμετωπίζουν τα παράδοξα της εμπορικής και της συζυγικής πίστης· οι δε υπηρέτες, καθαρές ενσαρκώσεις της κωμικής ιδιοφυίας του Σαίξπηρ, υποχρεωμένοι να υφίστανται και να υπομένουν τη γλωσσική και τη σωματική βία των αφεντικών τους, θα αντιτάξουν το μόνο αμυντικό όπλο που διαθέτουν: ευφράδεια, γλωσσική φαντασία, σπαρταριστή ευφυΐα. Η ανακούφιση που εκλύεται από τον άδολο γέλωτα των δύο γελωτοποιών υπηρετών οφείλει τη δύναμή της στον όγκο της ανησυχίας που μεταβολίζει, γι’ αυτό και επαφίεται εντέλει σ’ αυτούς να πανηγυρίσουν τη λύση της πλάνης και, “ευφρόσυνα διακριτοί”, να τελέσουν την αίσια έξοδο προς ένα νέο είδος ισότητας και αλληλεγγύης. Η δική τους συνάντηση, ευφρόσυνη και εορταστική κατ’ αντιδιαστολή με τη μάλλον αδιάφορη στάση των κυρίων τους, έχει πάνω μας την ισχύ μιας απελευθέρωσης:
σαν δυο αδέλφια ήρθαμε στον κόσμο τον μεγάλο,
και χέρι χέρι φεύγουμε, κανείς μπροστά απ’ τον άλλο. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)