Ο συγγραφέας οδηγείται και εμπνέεται από την ιστορία του ταλαιπωρημένου ελληνικού χωροχρόνου, ο οποίος είναι ποτισμένος από τόσα γεγονότα δραματικά, απώλειες ανθρώπων και συνειδήσεων, ονομάτων και ταυτότητας αυτών σαν το άρωμα της ιστορίας να μην έχει εξατμιστεί και να αιωρείται σαν σύννεφο ακόμα πάνω από τις ζωές, ένα πέπλο που ασυνείδητα μπλέκει, ντύνει και στοιχειώνει. «Επιστρέψαμε μαζί το μεσημέρι. Δεν μιλούσαμε. Τίποτα καινούργιο δηλαδή, μόνο που ο Ιάκωβος εκείνη τη μέρα ήταν λίγο σαν φάντασμα, χωρίς κόκαλα, αφού τα φαντάσματα δεν έχουν κόκαλα και δεν μπορείς να τ’ ακουμπήσεις». Τόσο ο άγνωστος άνδρας που θυμίζει τραυματία ή άγνωστο στρατιώτη πολέμου όσο και ο Ιάκωβος βρίσκουν ο ένας τον άλλο γιατί η συγκυρία τα έφερε έτσι, απρόθυμα και αλλόκοτα. Ανήκουν σε δύο διαφορετικούς κόσμους για αυτό και οι πραγματικότητες τους και τα στρατόπεδα δράσης τους τούς οδηγούν σε διαφορετικές συμπεριφορές χωρίς σύγκλιση ή διασταύρωση. Συνεπώς, εκεί οι σχέσεις τους διέρχονται κρίση και συγκρουσιακές διεργασίες απρόβλεπτων εσωτερικών ψυχολογικών αναταράξεων.