Η ιστορία ξεκινάει ένα αυγουστιάτικο πρωί του 1902 στη Νεάπολη Λακωνίας και ξεδιπλώνεται προς τα πίσω, φτάνοντας μέχρι τα Ορλωφικά και φωτίζοντας αποσιωπημένες μορφές, όπως η Κωνσταντία, κόρη του πρωτοκλέφτη του Μόριά, καπετάν Ζαχαριά Μπαρμπιτσιώτη. Με φόντο τον πάντα φουρτουνιασμένο Καβομαλιά, που οι Ενετοί ονόμασαν Κάβο του Αγίου Αγγέλου, η Ελένη Σαραντίτη συνθέτει μια πολυπρόσωπη τοιχογραφία στο κέντρο της οποίας τοποθετεί τέσσερις γυναικείες μορφές: τη Ρουθ, την Πελαγία, την Αγγελική και την Ευγενία. Τέσσερις γυναίκες που τις συνδέουν δεσμοί αίματος καθώς και το ενθύμιο ενός ανεκπλήρωτου έρωτα, ένα πολύτιμο περιδέραιο από ελεφαντόδοντο, που αγόρασε, παραμονές της Επανάστασης, ο πολυταξιδεμένος Μονεμβασιώτης Θεόδωρος Μαργέτης σε παζάρι του μακρινού Κολόμπο. Ο Κάβος τον Αγίου Αγγέλου έχει αμέτρητες ιστορίες να διηγηθεί: μάχες, έρωτες, ναυάγια, αποχωρισμούς, απώλειες. Στο μεγάλο ανθρώπινο χωνευτήρι του βιβλίου χωράνε κλέφτες και αγωνιστές της ελευθερίας, γυναίκες θαυμαστές που επιβιώνουν σε αντίξοες συνθήκες, αριστοκράτες και απλοί βιοπαλαιστές. Με ποιητική γραφή και λόγο άμεσο, η συγγραφέας μάς κάνει κοινωνούς στα μυστικά, στα πάθη και στους καημούς του θρυλικού Κάβου του Αγίου Αγγέλου. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)