Αγοράστε το βιβλίο από το ηλεκτρονικό βιβλιοπωλείο των Εκδόσεων Γκοβόστη
Η Μάργκο όρμηξε στο καθιστικό πανικόβλητη. “Ελάτε γρήγορα!” ούρλιαξε. “Ο Τζίτζι ετοιμάζεται να αυτοκτονήσει”. Βγήκαμε τρέχοντας. Ο Τζίτζι ήταν κουρνιασμένος στο περβάζι του παραθύρου του φορώντας μόνον ένα κομμάτι πανί. Η Μητέρα ίσιωσε τα γυαλιά της και κοίταξε ψηλά. “Τζίτζι, χρυσέ μου”, κελάηδησε, “δεν είναι πολύ συνετό να βρίσκεσαι εκεί”. Γιατί δεν κατεβαίνεις να φάμε;” Ο Τζίτζι κατέβηκε, αλλά όχι όπως το εννοούσε η Μητέρα. Έκανε ένα χαρωπό βηματάκι στο κενό και, με συνοδεία τις έντρομες κραυγές της Μητέρας και της Μάργκο, έπεσε προς το έδαφος. Προσγειώθηκε με πάταγο στην κληματαριά.
“Θεούλη μου!”, φώναξε. “Πού είμαι;” (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)