Σε μια ετοιμόρροπη πολυκατοικία, στη φρενήρη πόλη της Λουάντας, ένας μικρόκοσμος εργάζεται, γελά, κάνει σχέδια, ερωτεύεται και προσπαθεί να τα φέρει βόλτα. Δίπλα στα αστείρευτα νερά, που πλημμυρίζουν ολοχρονίς τον πρώτο όροφο, συναντιούνται κάθε λογής άνθρωποι, υπουργοί και μεροκαματιάρηδες, ματρόνες και νεαρά κορίτσια, ορφανά του πολέμου και ξένοι ανταποκριτές, ονειροπόλοι άλλων εποχών και επιτήδειοι μικροαπατεώνες. Ανάμεσά τους Ο μελαγχολικός Οντονάτο, που σταδιακά, μέσα στην απελπιστική νοσταλγία για την πόλη της νεότητάς του, γίνεται διάφανος και το σώμα του αβαρές. Στο φόντο της ιστορίας ζει μια χώρα που παλεύει με την οξυμένη οικονομική ανισότητα, όπως τη διαμορφώνει η εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου της, και τις πανταχού παρούσες ουλέ του μακροχρόνιου εμφυλίου σε πρώτο πλάνο όμως είναι οι άνθρωποι που, αν και αντιμετωπίζουν δύσκολες καταστάσεις, χτίζουν τη ζωή ΤΟΥΣ με αδιαπραγμάτευτη αξιοπρέπεια, παιχνιδιάρικη ειρωνεία και απροκάλυπτη απόλαυση της ανθρώπινης επαφής. Σαγηνευτικό μείγμα μαγικού ρεαλισμού, καυστικής πολιτικής σάτιρας, τρυφερής κωμωδίας και λογοτεχνικού πειραματισμού, το μυθιστόρημα του Οντζάκι ζωγραφίζει ένα ασυναγώνιστο πορτρέτο της αστικής όψης της Αφρικής. Ο Οντζάκι έχει το ταλέντο να μπαίνει βαθιά στην καρδιά και στο μυαλό των χαρακτήρων του. Ακτινοβολώντας ειλικρίνεια και καθαρότητα, ο συγγραφέας δεν αφήνει το δράμα να κυριαρχήσει, το ανατρέπει και το ισορροπεί, με τον ίδιο τρόπο που τελικά το κάνει και η ίδια η ζωή. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)