Ο αφηγητής του βιβλίου επιστρέφει στο Σπίτι Παιδιού όπου μεγάλωσε, στην Πλατανιά Δράμας, αλλά και στα γύρω χωριά. Είναι ένας τόπος ζεστασιάς, παιχνιδιού και χαράς. Εκεί το παιδί αντικρίζει τη ζωή και το θάνατο – τα μάτια του είναι αθώα. Ανέμελα περάσματα, χωρίς την άδεια των μεγάλων, στα ακατοίκητα σπίτια, με το εξαπτέρυγο στα χέρια στην εκκλησία, παίζοντας κρυφτό στα νεκροταφεία. Προσπαθεί να ξετυλίξει, μέσα από τα μισόλογα συγγενών και ξένων, τις ατομικές ιστορίες καθενός, αλλά και το περίπλοκο κουβάρι που είναι οι συλλογικές ρίζες. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)