Ίσως ήταν η πιο κρύα βραδιά του χειμώνα. Χιόνιζε, κι η νύχτα έπεφτε σκοτεινή, γιατί ήταν η τελευταία του χρόνου: παραμονή Πρωτοχρονιάς. Ένα φτωχό κοριτσάκι περπατούσε στην παγωνιά και στο σκοτάδι. Δεν είχε σκούφο ούτε κουκούλα και τα πόδια του ήταν γυμνά. Η μικρή φορούσε τις παλιές παντόφλες της μητέρας της όταν έφυγε απ’ το σπίτι. Μα ήταν τόσο φαρδιές και μεγάλες, που της έβγαιναν απ’ τα πόδια κάθε φορά που διέσχιζε το δρόμο τρέχοντας και προσπαθώντας ν’ αποφύγει τις άμαξες που προσπερνούσαν βιαστικά.
Έτσι είχε χάσει τη μια παντόφλα, κι ένα αγόρι της άρπαξε την άλλη, κοροϊδεύοντας πως θα τη φυλάξει να την κάνει κούνια για το πρώτο του παιδί.
Και τώρα περπατούσε ξυπόλητη, με τα πόδια της μελανιασμένα από το κρύο.
Πουλούσε σπίρτα, που τα κουβαλούσε στην τσέπη της παλιάς ποδιάς της κρατώντας δυο-τρία κουτιά στο χέρι της για να τα δείχνει. Μα κανείς δεν ήθελε ν’ αγοράσει τα σπίρτα της εκείνη τη μέρα και κανείς δεν της έδωσε ούτε μια δεκάρα. (Από την έκδοση)