Αγοράστε το βιβλίο από το ηλεκτρονικό βιβλιοπωλείο των Εκδόσεων Γκοβόστη
[…] «Έτρεξε και σε λίγα λεπτά έφερε όλο το φορτίο τα πουρνάρια. Τα έκανε μια θημωνιά στη μέση της εκκλησίας και τα άναψε. Η εκκλησία γέμισε φως. Καθαρτήριο. Εξαγνιστικό. Τα πουρνάρια μουρμούριζαν καθώς καίγονταν. Τα αποκαΐδια τους, αγγελιοφόροι που ανέβαιναν στον ουρανό. Πύρινες συλλαβές που πυρπολούσαν ουράνιες ενοχές. Η ανθρώπινη απέναντι στη θεία δίκη. Γλυκιά ζέστη απλώθηκε μέσα στην εκκλησία. Σαν μητρικός κόρφος. Οι φλόγες έφταναν μερικά μέτρα ψηλά και σχημάτιζαν έναν φωτεινό τρούλο. Φως έρρεε από τα παράθυρα, νερό που ανάβλυζε από τη γη και ξεχείλιζε.
»Από το σχολείο σταμάτησε η μουσική. Η μπάντα του Πολεμικού Ναυτικού της Ελλάδας, οι επισκέπτες, οι κάτοικοι του χωριού στράφηκαν προς τη φλεγόμενη εκκλησία. Η φωτιά ήταν ορατή από παντού. Από τα γύρω χωριά. Από τα γύρω βουνά. Από τους γύρω γαλαξίες. Όπως ορατή ήταν και η φωτιά στην Τροία, τη Σμύρνη, τη Δρέσδη, τη Βαγδάτη. Ορατή μόνο στα μάτια των ανθρώπων. Όχι στα μάτια των θεών. Ορατή, όπως κάθε φωτιά που καίει ελπίδες και γεννά καινούργιες. Η φωτιά σχημάτιζε τις σβησμένες αγιογραφίες στους τοίχους. Σχημάτισε όλους τους αγίους που απουσίαζαν. Τους ξανάφερε στη γη. Για να τους συγχωρέσουν οι άνθρωποι.
»Οι άνθρωποι συγχωρούν. Ακόμη και τον Θεό». […] (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)