…Κοίταζε το φεγγάρι κι έβλεπε ένα πρόσωπο μέσα, ένα πρόσωπο γυναικείο. Ξανάρχισε να παραληρεί μέσα στο μεθύσι του οπίου, με τις τόσες εικόνες. Αυτό το πρόσωπο κρεμόταν στη μέση του ουρανού, έπειτα τραγουδούσε, τραγουδούσε με μια πολύ γνωστή της φωνή, “Της αγάπης το αλληλούια”…
Η Υβέτ τώρα είχε φτερά. Πετούσε μες στη νύχτα, μια ωραία διαυγή νύχτα, πάνω από τα δάση και τα ποτάμια. Πετούσε με ηδονή, ανοίγοντας και χτυπώντας τα φτερά της, κι ο αέρας τη μετέφερε σαν πούπουλο· κυλιόταν στους αιθέρες που της χάιδευαν το δέρμα κι αιωρούνταν τόσο γρήγορα, τόσο γρήγορα, που δεν είχε τον καιρό να δει τίποτε κάτω. Κι ύστερα βρισκόταν καθισμένη στην άκρη ενός έλους, μ’ ένα καλάμι στο χέρι να ψαρεύει.
Κάτι βάραινε στ’ αγκίστρι. Το τράβηξε έξω, κι αυτό είχε πιασμένο ένα περιδέραιο από μαργαριτάρια, που είχε τόσο επιθυμήσει πριν από λίγο καιρό. Δεν απορούσε γι’ αυτό το εύρημα, μόνο κοίταζε τον Σερβινύ, που είχε έρθει πλάι της, χωρίς να ξέρει πώς, και που κι αυτός ψάρευε κι έβγαζε από το ποτάμι ένα αλογάκι ξύλινο… (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)