Το αμερικανικό όνειρο αποτελούσε ανέκαθεν ένα στοίχημα, ένα όραμα και μια προσδοκία για τους ανθρώπους που θεωρούσαν πως αυτή η νέα ήπειρος που ανακαλύφθηκε το 1492 από έναν τυχοδιώκτη μπορούσε να τους προσφέρει πολλά. Ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα συνέρρεαν στην περιοχή μετανάστες και εργατικά χέρια με την αναμονή για ένα καλύτερο αύριο που μπορεί να γεννηθεί, για ένα μέλλον πιο φωτεινό και πιο ευοίωνο. Μπορεί να έγινε περισσότερο γνωστό το περίφημο αυτό όνειρο τον 20ο αιώνα, ειδικά τις πρώτες δεκαετίες, μέσα από τις αφηγήσεις του Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ και άλλων ανερχόμενων συγγραφέων ωστόσο η Νέα Βαβυλώνα, όπως είχαν ονομάσει την Νέα Υόρκη αλλά και γενικότερα η Αμερική ως νέα Γη της Επαγγελίας, έκρυβε ή έτσι διαδιδόταν τουλάχιστον, μια αισιοδοξία για καλύτερες μέρες.
Μια απότομη και σκληρή ιστορία ενηλικίωσης στην αμερικανική ύπαιθρο
Η Αν-τόνια μου συγκαταλέγεται σε εκείνα τα μυθιστορήματα που μιλάνε για την πορεία προς αυτό το όνειρο, μιας και η ίδια είναι παιδί μεταναστών από τη Βοημία, είναι μια όμορφη κοπέλα με όλη τη ζωή μπροστά της, αναζητώντας τη δική της ταυτότητα. Βρισκόμαστε σε ένα κρίσιμο ιστορικό σταυροδρόμι και ένα κομβικό σημείο στην παγκόσμια ιστορία καθώς η ιστορία εκτυλίσσεται στα τέλη ενός πολύπαθου 19ου αιώνα λόγω των κρίσιμων γεγονότων στην Ευρώπη των πολέμων αλλά και στην όχι και τόσο φωτεινή αυγή ενός 20ου αιώνα που προμηνύεται δύσκολος και επώδυνος. Η Αν-τόνια θα εργαστεί και θα αναζητήσει την τύχη της σε μια αμερικανική επαρχία, εκεί όπου χτυπάει η καρδιά ενός νέου εργατικού ρεύματος, ανθρώπων που επιθυμούν με έντονη και κοπιαστική εργασία να χτίσουν το δικό τους αύριο και να έχουν καλύτερη τύχη από εκείνη που εξασφάλισαν οι γονείς τους.
Η Γουίλα Κάθερ γράφει αυτό το μυθιστόρημα και το δημοσιεύει εν μέσω πολέμου, η αναφορά στην περιοχή της Βοημίας αλλά και της ευρύτερης περιοχής της Ανατολικής Ευρώπης δεν μπορεί να είναι τυχαία με όλα αυτά που συμβαίνουν στην άλλη μεριά του Ατλαντικού. Σε αυτή τη νέα ζωή, η πρωταγωνίστριά της θα έρθει σε επαφή με ανθρώπους, όπως ο Τζιμ Μπέρντεν με τον οποίο θα αναπτύξουν μια διαρκή, αληθινή και διαχρονική σχέση, μια σχέση που αντέχει στον χρόνο. Ενώ τα χρόνια περνούν εκείνος πάντα έχει την έγνοια της, έχει στο μυαλό του την Αν-τόνια του για την οποία έχει σεβασμό αλλά και τελικά ενδιαφέρον, ένα μείγμα συμπάθειας και έρωτα. Στο τέλος του βιβλίου την ξανασυναντά μετά από χρόνια, επιβεβαιώνοντας πως ποτέ δεν είχε ξεχάσει την ανεμελιά και την ξεγνοιασιά των παιδικών τους χρόνων τότε που είχαν συναντηθεί υπό διαφορετικές εντελώς συνθήκες.
Η Αν-τόνια είναι ένα κορίτσι στο πρόσωπο του οποίου η συγγραφέας Γουίλα Κάθερ καθρεφτίζει όλα εκείνα τα κορίτσια που βίωσαν τη δυσκολία της επιβίωσης σε μια νέα πατρίδα, ζώντας σε μια αμερικανική ύπαιθρο όχι πάντα φιλόξενη και ζεστή εργαζόμενες ήδη από νεαρή ηλικία για να στηρίξουν τις οικογένειές τους μέσα από τη σκληροτράχηλη εργασία τους. Είναι ένα μυθιστόρημα που εστιάζει στην ψυχολογία της Αν-τόνια, στον τρόπο σκέψης της και στις αντιδράσεις της, καθώς βιώνοντας δύσκολες καταστάσεις δεν είναι λίγες οι φορές που η παιδικότητά της υποχωρεί και παραχωρεί τη θέση της σε μια πρόωρη ενηλικίωση, σε έναν κόσμο αν όχι εχθρικό όχι δα και τόσο φιλικό. Οι περιγραφές των τοπίων και του άγριου του τόπου είναι χαρακτηριστικές από την Γουίλα Κάθερ που έχει τον τρόπο να σκιαγραφεί την κοινωνία και τους ανθρώπους της, να δίνει το στίγμα της σχέσης της Αν-τόνια και της κυρίας της μέσα από διαφορετικά επεισόδια και γεγονότα που λαμβάνουν χώρα εντός και εκτός σπιτιού.
“Ο χειμώνας κρατάει πολύ στις επαρχιακές πόλεις. Παραμένει, μέχρι που ξεθυμαίνει και κουρελιάζεται, γερνάει κι εξαθλιώνεται. Στους αγρούς, ο καιρός ήταν στο κέντρο του ενδιαφέροντος και οι υποθέσεις των ανθρώπων εξελίσσονταν στη σκιά του, όπως τα ρεύματα κυλούν κάτω από τον πάγο. Στο Μπλακ Χοκ όμως, το σκηνικό της ζωής ξεδιπλωνόταν μίζερο και κάτισχνο, παγωμένο μέχρι τη ρίζα” γράφει σε ένα σημείο η Γουίλα Κάθερ ξετυλίγοντας την ποιητική της διάθεση με μια νότα μελαγχολίας για όσα και η ίδια η συγγραφέας βίωσε ενδεχομένως ως μέλος της ίδιας εκείνης κοινωνίας, παρατηρώντας τους ανθρώπους και τους κόπους τους. Το μυθιστόρημα, μέσα από την άρτια μετάφραση της Κερασίας Σαμαρά, χαρίζει στον αναγνώστη τη μοναδική ευκαιρία να γευτεί τον μόχθο των ανθρώπων σαν την Αν-τόνια μέσα από τις δικές τους μαρτυρίες, τις δικές της γλυκόπικρες εμπειρίες.
Το τέλος του βιβλίου αγγίζει μιαν υπέροχη και απρόσμενη συναισθηματική κορύφωση καθώς η απόσταση του χρόνου στη συνεύρεση μεταξύ της πρωταγωνίστριας και του επιστήθιου φίλου της Τζιμ Μπέρντεν κρύβει εκπλήξεις. Η Γουίλα Κάθερ εσκεμμένα δίνει μια δραματική τροπή και ακολουθεί από κοντά την Αν-τόνια που μέσα από τα μάτια του Τζιμ φαίνεται πια κουρασμένη από τη ζωή, βασανισμένη από τους γάμους και τις ανέξοδες σχέσεις από τις οποίες ωστόσο προέκυψαν πολλά παιδιά, ίσως η μόνη χαρά για μια γυναίκα. Αυτό που μένει είναι η δυναμικότητά της πάντως, είναι η επιμονή της στη ζωή, είναι η υπομονή της και η ελπίδα πως τελικά αυτό το πολυπόθητο όνειρο μπορεί και να γίνει πραγματικότητα έστω και την ύστατη στιγμή. Είναι αυτή η πίστη στον άνθρωπο και τις δυνατότητές του που η Κάθερ ενδεχομένως επιθυμεί να μεταδώσει για αυτό και αφήνει μια χαραμάδα φωτός στο τέλος της αφήγησης, κλείνοντας το μάτι στη μοίρα που περιμένει την Αν-τόνια.
“Για την Αν-τόνια και για μένα αυτός υπήρξε ο δρόμος του Πεπρωμένου ͘ μας είχε οδηγήσει εκεί όπου τα παιχνίδια της μοίρας προκαθόρισαν την ύπαρξή μας. Τώρα, κατάλαβα ότι μέσα απ’ τον ίδιο δρόμο έμελλε να ξανανταμωθούμε. Ό,τι και αν είχαμε χάσει, κατείχαμε από κοινού το ανεκτίμητο, το ανείπωτο παρελθόν”
“Ήταν μια ταλαιπωρημένη γυναίκα πια, όχι ένα όμορφο κοριτσόπουλο ͘ όμως είχε ακόμη κάτι που πυροδοτούσε τη φαντασία, μπορούσε ακόμη να σου κόψει την ανάσα μ’ ένα βλέμμα ή μια χειρονομία που, κατά κάποιον τρόπο, αποκάλυπτε την ουσία, που κρυβόταν στα απλά πράγματα”