Επειδή ο Θεός δεν μπορεί να είναι παντού εφηύρε τη μητέρα έγραφε κάποτε ο Βίκτωρ Ουγκώ για τη σημαντικότητά της στη ζωή μας και η συμπατριώτισσά του Ανί Ερνό αφιερώνει ένα της βιβλίο στη μητέρα της μιλώντας για τη σχέση τους, τις εντάσεις ανάμεσά τους καθώς και για όλα όσα εκείνα διαδραματίστηκαν λίγο πριν και λίγο μετά τον θάνατό της. Η απώλειά της, αν και αναμενόμενη λόγω της χρόνιας νόσου του Αλτσχάιμερ που την είχε προσβάλλει, υπήρξε για εκείνην ένα χτύπημα ιδιαίτερα ισχυρό. Ο ρόλος της Ερνό στο συγκεκριμένο βιβλίο, που είναι μια μαρτυρία και ένα αφήγημα, δεν είναι άλλος από αυτόν της κόρης έχοντας απεκδυθεί ήδη από την πρώτη στιγμή τον ρόλο της συγγραφέως ως προς τη μυθοπλασία. Γιατί όταν μιλάς για την πιο ιερή παρουσία, αυτή της μητέρας σου, εστιάζεις μόνο στο συναίσθημα και πολύ λιγότερο στην λογική.
Το γεγονός της απώλειας της μητέρας είναι μια καμπή της ζωής από την οποία κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει
Η γαλλική σχολή της λογοτεχνίας έχει επιδείξει αιώνες τώρα την ποιότητα της αφήγησης δια μέσου των ξεχωριστών της συγγραφέων, τις εξαίσιες θεματικές που οι δημιουργοί επιλέγουν καθώς και τον κοινωνικό της χαρακτήρα στα ζητήματα που είναι φλέγοντα. Αν τα Βραβεία Νόμπελ υπήρχαν και τον 19ο αιώνα είναι βέβαιο πως τα μισά θα τα είχαν λάβει λογοτέχνες όπως ο Φλωμπέρ, ο Σταντάλ, ο Μπαλζάκ και τόσοι άλλοι επιφανείς συγγραφείς. Η Ανί Ερνό ανήκει στην ευλογημένη γενιά των συγγραφέων της γαλλικής σχολής και έμελλε επάξια να τιμηθεί με Νόμπελ για το σύνολο του έργου της. Με τον Λε Κλεζιό και τον Μοντιανό λίγα χρόνια νωρίτερα αλλά και με όλο το φάσμα των συγγραφέων που τιμήθηκαν κατά τον 20ο αιώνα και οι οποίοι ήταν άντρες είναι πράγματι η πρώτη Γαλλίδα γυναίκα συγγραφέας που τιμάται με το Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Για την συμβολή της στην λογοτεχνία, για την ποιότητα του έργου της Ερνό, το βραβείο αυτό είναι κάτι το απόλυτα φυσιολογικό και μία δικαίωση για την ίδια. Το ότι τιμάται με βραβείο Νόμπελ είναι όμως και μια δικαίωση για τις σπουδαίες Γαλλίδες συγγραφείς που στο παρελθόν δεν αξιώθηκαν να τύχουν μιας τέτοιας αναγνώρισης. Είναι με κάποιο τρόπο μια αποκατάσταση των Γαλλίδων συγγραφέων για τον ρόλο τους στα γράμματα και στις εποχές που ζούμε είναι κάτι που αξίζει να επισημανθεί, τίποτα δεν θεωρείται πια δεδομένο. Πέραν αυτού ωστόσο, η Ερνό έχει στην φαρέτρα της ένα πλούσιο και πολυποίκιλο έργο να παρουσιάσει με κύριο το θέμα της παρουσίας της γυναίκας στον σύγχρονο κόσμο, την οικογένεια, την κοινωνία.
Η Ερνό, με αυτό το ιδιαίτερο ύφος και την γραφή που την οδήγησε και στη βράβευση με το βραβείο Νόμπελ, ταξιδεύει τον αναγνώστη σε οικεία ζητήματα ανθρώπινης φύσης, ζητήματα βγαλμένα από την ίδια τη ζωή και όχι σε φανταστικές απεικονίσεις. Η ατμόσφαιρα του λόγου της και η αφήγησή της δείχνουν μια γυναίκα με πλήρη ενσυναίσθηση του τι περνάει, με το αίσθημα της ανάγκης να μιλήσει ανοιχτά για θέματα που άλλοι δεν τολμούν να αγγίξουν. Ο λόγος της για τη μητέρα της θυμίζει πολύ τους παλιούς συγγραφείς της γαλλικής σχολής, τον Ξένο του Καμύ για παράδειγμα όπου και εκείνος αναφέρεται στη μητέρα του μέσα από ένα θέατρο παραλόγου ή ακόμα και τον Μωπασάν που μέσα από τα γραπτά του αγγίζει πολλές και προσωπικά γεγονότα. Η Ερνό είναι μια επιφανής συγγραφέας της σύγχρονης εποχής που αναδεικνύει τον θάνατο της μητέρας σαν αυτή η μητέρα να ήταν όλων μας και όχι μόνο δική της.
Μέσα από την ανάλυση του προσώπου της μητέρας της ουσιαστικά αγγίζει και τη μέση μητέρα, αυτήν που όλοι έχουμε στο μυαλό μας και γνωρίζουμε πως κάποια μέρα δεν θα είναι πια κοντά μας. Αυτή η σκέψη της δυνάμενης και δυσμενούς απώλειας είναι μια γροθιά στο στομάχι που όλους μας συγκλονίζει, ακόμα περισσότερο για εκείνη την γυναίκα που στάθηκε δίπλα μας πιο πολύ από κάθε άλλο πρόσωπο στον κόσμο. Εξάλλου, όταν χάνουμε ένα οικείο μας πρόσωπο νιώθουμε έντονα το συναίσθημα της απώλειας πόσο μάλλον στην ιδέα πως η μητέρα που μας γέννησε και που μια ζωή μας φρόντιζε δεν θα είναι πια κοντά μας. Οι εικόνες από το γηροκομείο είναι χαρακτηριστικές της περιόδου όπου η μητέρα της είχε ελάχιστη επικοινωνία με το περιβάλλον και με την ίδια, μια γυναίκα που είχε πλέον φτάσει στη δύση της ζωής της και απλά περίμενε να συμβεί το μοιραίο.
Η θλίψη για την απώλεια διαχέεται σε όλο το βιβλίο αφού όμως η Ερνό έχει καταφέρει να μας διηγηθεί τα χρόνια όπου πήγαινε σχολείο και η μητέρα της ήταν αυστηρή απέναντί της σαν να μην ήθελε ποτέ η κόρη της να μεγαλώσει. Πολλές φορές ήταν σκληρή και απότομη χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν την αγαπούσε και όμως η Ερνό ήθελε τόσο πολύ να απεμπλακεί από το οικογενειακό περιβάλλον, από αυτό δηλαδή που της ασκούσε πίεση σε σημείο να νιώθει αποκλεισμένη από τον έξω κόσμο και να έχει παροπλιστεί από κάθε δυνατότητα να απολαύσει τις χαρές της ζωής. Η φυγή της στην πόλη για να σπουδάσει υπήρξε ό,τι πιο πολύτιμο είχε ζήσει, ένιωθε πια την ανεξαρτησία της, την ελευθερία της να την έχουν κυριεύσει και να είναι κυρία του εαυτού της χωρίς να σημαίνει πως η σκέψη της δεν ήταν και στην οικογένειά της.
Αυτό που είναι δείγμα της ευφράδειάς της και της εκφραστικής της ικανότητας είναι το ύφος της που μοιάζει με γράμμα στον εαυτό της και ο αναγνώστης εισπράττει τον λόγο της ως κάτι απόλυτα φυσιολογικό και ανθρώπινο γιατί η ίδια τον παίρνει από το χέρι και τον κάνει κοινωνό των σκέψεών της και των εμπειριών της. Αναδύεται στην επιφάνεια η ανάγκη της να αποκαλύψει στιγμές από τη ζωή της και τις μυρωδιές του τόπου της διότι έτσι έρχεται πιο κοντά στη δική της λύτρωση ενώ ταυτόχρονα βρίσκει νοερά και την συντροφιά των ανθρώπων που θα την διαβάσουν και θα συμπορευτούν με τις σκέψεις της και έτσι να μοιραστεί μαζί τους την αγάπη της για τη μητέρα της.
“Τα πάντα στη μητέρα μου – η αυτοπεποίθηση, οι επιθυμίες, οι φιλοδοξίες της – στρέφονταν προς την έννοια αυτή καθαυτήν της μόρφωσης”
“Ίσως θα ήταν καλύτερο να περιμένω μέχρις ότου η αρρώστια και ο θάνατός της γίνουν ένα με το παρελθόν, όπως τόσα και τόσα γεγονότα της ζωής μου, ο θάνατος του πατέρα μου, ο χωρισμός απ’ τον άντρα μου…”