“Ο Viet Thanh Nguyen είναι ένας από τους τέσσερα εκατομμύρια Βιετναμέζους που έχασαν την πατρίδα τους, τον τόπο τους, εξαιτίας του πολέμου, και θεωρεί τον εαυτό του, και την οικογένειά του, ευνοούμενους της τύχης, μιας και δεν ανήκουν στα τρία εκατομμύρια των νεκρών του πολέμου” γράφει στο επίμετρο του Συνοδοιπόρου, του πρώτου μέρος της μέχρι τώρα διλογίας – ίσως έπεται και συνέχεια – ο εξαιρετικός στη μετάφραση του βιβλίου Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης. Είναι ο ίδιος που ανέλαβε τη μετάφραση και σε αυτό το βιβλίο, σε ένα βιβλίο εξαιρετικά εκκεντρικό και παράξενο αλλά όχι λιγότερο ενδιαφέρον. Πρόκειται βασικά για ένα βιβλίο πολυδιάστατο, πολυεπίπεδο και πολύπλευρο, ένα βιβλίο που αφηγείται την παρουσία των ηρώων στο Παρίσι αυτή τη φορά, να παλεύουν ανάμεσα στο ιδεατό και το πραγματικό με την έννοια πως καλούνται να επιβιώσουν σε μια πόλη με πολλές δοκιμασίες και προκλήσεις.
Ένας κόσμος αλλόκοτος που ακροβατεί ανάμεσα στην επιβίωση και τη μνήμη
Είναι ένα περιβάλλον αρκετά εχθρικό, ένα περιβάλλον όπου οι ήρωες καλούνται να ανταπεξέλθουν σε συνθήκες δύσκολες, να βρουν τους εαυτούς τους όντας Γάλλοι αλλά ταυτόχρονα και φιλοξενούμενοι σε έναν ξένο τόπο. Η νοσταλγία για την πατρίδα δεν κρύβεται και δεν κρύβεται επίσης το γεγονός πως όσα συνέβησαν στο Βιετνάμ από το οποίο κατάγονται και προέρχονται είναι ένας τόπος ματωμένος, ένας τόπος όπου συνέβη το δράμα του πολέμου. Ο προσηλωμένος επιθυμεί διακαώς να ξεκινήσει ένα νέο ταξίδι αλλά μοιάζει το εγκληματικό παρόν των συνδαιτυμόνων τους οποίους συναναστρέφεται να μην τον αφήνουν να βρει διέξοδο και για αυτό καταβυθίζεται εκών άκων σε μια ανηφορικά παράνομη πραγματικότητα σε ένα πολύβουο και πολυδύναμο Παρίσι με πολλές δυνατότητες και πολλούς πειρασμούς. Είναι όμως και το ιστορικό παρελθόν που του έρχεται συνέχεια στον νου και τον προβληματίζει.
Η παρουσία της Γαλλίας στην Αφρική όπως και στην Ασία ως αποικιοκρατική δύναμη εξουσίας και επιβολής των συμφερόντων της έρχεται σαφώς σε σύγκρουση με την προσπάθεια του προσηλωμένου να ξεκινήσει από το μηδέν γιατί μηδέν μοιάζει να μην υπάρχει στον ορίζοντα, αυτόν που φαίνεται τουλάχιστον έως τώρα. Η εμπλοκή του με τους ομοϊδεάτες αριστερούς διανοούμενους και ο συγχρωτισμός και η ενασχόληση με κάθε είδους παραβατικό εμπόριο μοιάζει ως η μόνη λύση σε μια ζωή που απλώνεται στην πραγματικότητα δίχως λύσεις. Τελικά είναι μια είδους προσπάθεια για εκδίκηση η ροπή προς την ανομία ή μήπως πάλι είναι το γεγονός πως δεν μπορεί να ξεφύγει από τα δίχτυα ενός ήδη κατεστημένου κυκλώματος μέρος του οποίου αναγκαστικά γίνεται; Ποιες είναι οι εναλλακτικές σε αυτό το πλαίσιο δράσης και τι θα ακολουθήσει άραγε;
Ο συγγραφέας γράφει άλλο ένα μυθιστόρημα κόλαφο, άλλο ένα μυθιστόρημα που είναι γροθιά στο στομάχι για τα πεπραγμένα, για τη διχόνοια σε ένα λαό, τον βιετναμέζικο, που υπέφερε, όπως υπέφερε και η Αμερική στον πόλεμο Βορρά και Νότου. Εξυφαίνει ιστορίες βγαλμένες από τις ζωές ανθρώπων που διαλύθηκαν και θυσιάστηκαν στο δρόμο για την πραγμάτωση διαθέσεων άλλων και τρίτων, είτε αυτοί λέγονταν Γάλλοι, Βρετανοί ή Αμερικάνοι. Οι ιστορικές αναφορές δεν λείπουν γιατί ο συγγραφέας γράφει ένα καθαρό και σαφές κοινωνικό και πολιτικό μυθιστόρημα πλούσιο σε συμβολισμούς και αλληγορίες που όμως περνά συγκεκριμένα μηνύματα τόσο για την πορεία του καπιταλιστικού συστήματος όσο και της ίδιας της ιστορικής μνήμης με επίκεντρο μια πόλη κοσμοπολίτικη, μια πόλη όπου κατοικεί κάθε καρυδιάς καρύδι και άρα αυτό καθιστά τον πλουραλισμό και την πολυφωνία ένα κύριο ζήτημα.
“Ω χαμένες προσδοκίες! Ακόμα και το όνειρο να συγχρωτίζεται με παλλακίδες έχει χαθεί. Άλλο ένα ομιχλώδες όνειρο της νιότης μου για πάντα εξαχνώθηκε, κι αντικαταστάθηκε με το διόλου ορεκτικό θέαμα ενός αθέατου οργασμού που αδράχνει ένα αρσενικό του είδους μου απ’ τον λαιμό και το ταρακουνάει. Όνειδος αισθανόμουν, ντροπή για το ίδιο μου το φύλο” θα δηλώσει ο πρωταγωνιστής σε μια κατάσταση κρίσης όπου βρίσκεται. Είναι οι υπόγειες στοές στις οποίες βαδίζει, είναι ένας άλλος κόσμος μέσα στον οποίο περπατάει ο πρωταγωνιστής πασχίζοντας να βρει το δρόμο του σαν ένα πρόβατο χαμένο. Ο συγγραφέας έχει τον τρόπο και σε αυτό το δεύτερο βιβλίο να γοητεύει τον αναγνώστη με αυτόν τον σχεδόν παραληρηματικό λόγο που αγγίζει τα όρια της επιστημονικής φαντασίας και του δυστοπικού μυθιστορήματος καθώς ο αναγνώστης νιώθει κάποιες φορές πως αγγίζει τα όρια του μεταφυσικού. Η χρήση δε των περίεργων ονομάτων που μοιάζουν με κωδικούς από σειρά τηλεοπτική καθιστά τον χαρακτήρα του βιβλίο έναν γρίφο για δύσκολους λύτες.
“Μάστορας στη χρήση των λέξεων, ο Νγκουιέν παίζει διαρκώς με την αμφισημία, ακόμα και με την πολυσημία – όχι μόνο για λόγους διασκέδασης, αλλά, πάντα, με φιλοσοφική ματιά, πάντα προβαίνοντας ενδελεχώς σε αναλύσεις βάθους ενώ, την ίδια στιγμή, πατινάρει την επιφάνεια των γεγονότων. Ο Νίτσε άλλωστε έλεγε “Πόσο βαθιά, βαθύτατη είναι η επιφάνεια! Πόσο ρηχό, ρηχότατο μπορεί να είναι το βάθος!” γράφει ο Μπαμπασάκης στο επίμετρο όπου διαφωτίζεται το μυστήριο πίσω από την συγγραφή ενός ακόμα πιο αινιγματικού δεύτερου μέρους που αν μη τι άλλο μας καθηλώνει από την πρώτη έως και την τελευταία σελίδα.
“Έμεινα άφωνος. Το να με λένε αντεπαναστάτη και αντιδραστικό ήταν ό,τι χειρότερο μπορούσε να μου πει κανείς, και ακόμα κι αν ένα μέρος του εαυτού μου διαφωνούσε αγρίως, ένα άλλο μέρος του εαυτού μου ζάρωνε από την αμφιβολία”